- παραμακραίνω
- και παραμακρύνω1. μακραίνω κάτι περισσότερο από ό,τι πρέπει, τού δίνω υπερβολικό μήκος2. μηκύνομαι πάρα πολύ, γίνομαι υπερβολικά μακρύς3. αργώ, καθυστερώ πολύ4. μτφ. απομακρύνομαι πολύ, ξεμακραίνω («μην παραμακραίνεις γιατί θα χαθείς»).
Dictionary of Greek. 2013.